- δουκικοῦ
- δουκικόςducianusmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… … Dictionary of Greek
Μαρτίνι, Φραντσέσκο ντι Τζόρτζιο — (Francesco di Giorgio Martini, Σιένα 1439 – 1501). Ιταλός μηχανικός, αρχιτέκτονας, ζωγράφος και γλύπτης. Αρχικά εργάστηκε ως στρατιωτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας στη Σιένα (1463 78) και στη συνέχεια τέθηκε στην υπηρεσία του Λορέντσο των… … Dictionary of Greek
Μελότσο ντα Φορλί — (Melozzo da Forli, Φορλί 1438 – 1494). Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Εργάστηκε στη Ρώμη, στο Ουρμπίνο και στο Λορέτο, με το έργο του να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά της σχολής της Ούμπρια. Καταγόταν από οικογένεια καλλιτεχνών και τεχνιτών … Dictionary of Greek
Μοντεβέρντι Κλαούντιο — (Claudio Monteverdi, Κρεμόνα 1567 – Βενετία 1643). Ιταλός συνθέτης. Αφιερώθηκε πρώιμα στη μουσική και δημοσίευσε το 1583 την πρώτη του συλλογή Πνευματικά μαδριγάλια για τέσσερις φωνές, την οποία ακολούθησαν ένα βιβλίο Τραγούδια για τρεις φωνές… … Dictionary of Greek
Πουατιέ — (Poitiers). Πόλη της δυτικής Γαλλίας στις όχθες του ποταμού Κλεν. Είναι πρωτεύουσα του νομού Βιεν. Το Π. είναι από τις αρχαιότερες πόλεις της Γαλλίας. Ιδρύθηκε από τους Γαλάτες. Από τον 9o μέχρι τον 18o αι. ήταν πρωτεύουσα της κομητείας και… … Dictionary of Greek
Σφόρτσα — (Sforza). Ονομαστή ιταλική οικογένεια, πολλά μέλη της οποίας διετέλεσαν δούκες του Μιλάνου. 1. Μούτσιο ή Τζιάκομο Ατέντολο. Μισθοφόρος (1369 1424). Διακρίθηκε στη διάρκεια της άμυνας της Περούτζια, εναντίον του δούκα του Μιλάνου Ιωάννη Γκαλεάτσο… … Dictionary of Greek
Τζορτζιόνε, Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο, ο επονομαζόμενος — (Giorgione, Καστελφράνκο Βένετο, Τρεβίζο 1477 ή 1478 – Βενετία 1510). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωή του μεγάλου αυτού πρωτοπόρου της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αι. είναι ελάχιστα γνωστή. Εγκαταστάθηκε, άγνωστο πότε, στη Βενετία και έγινε, κατά… … Dictionary of Greek